Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μπουγάδα στα χρόνια του λουλακιού!

Αν μου αρέσει να ταξιδεύω συχνά με το νου πίσω στο χρόνο, είναι γιατί τα ωραιότερα παιδικά μου χρόνια, είναι σίγουρα η εποχή εκείνη, που η μάνα μου με έστελνε τη δεκαετία του '60 να πηγαίνω στον μπακάλη της γειτονιάς, και να της αγοράζω το κλιν, μαζί με ένα φακελάκι λουλάκι, και αυτό θα γινόταν σίγουρα ημέρα Σάββατο!

Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, του Σαββάτου, ήταν η μέρα της ιεροτελεστίας της μπουγάδας!

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΥΣΤΟΥΛΑΚΗ

Θα πλυθούν όλα τα ρούχα της εβδομάδας, αλλά η όλη διαδικασία θα αρχινίξει από πολυ πρωί, από τότε δηλαδή που θα ντακάρει να κράζει ο πέτρινος της γειτόνισσας μας της Χαραλάμπενας, φωνάζοντας δυνατά, τουλάχιστο καμιά δεκαπενταριά φορές:
"Εψηθηηηηήκαν οι μπαμνιεεεέδες";

Και να του απαντά ο δικός μας πετεινός πιο δυνατά:
"Κατεεεεεεέω γωωωωώ";

Με αυτά τα "κατέω γω," του πετεινού μας, είχαμε ξυπνήσει και εμείς, και ήμασταν κιόλας στο πόδι!

Ο πατέρας θα κρεμάσει στα σκαρβέλια του σωμαριού τη μουζουρόβουργια, και θα πάει με το γάιδαρο στο παζάρι των Μοιρών, για τα ψώνια της βδομάδας. Και μετά; Ελεύθερος, καφενείο! Έτσι, για να μην τον έχει, κι η μάνα στα πόδια της!

Στεμένο κιόλας το μπουγαδοτσίκαλο στην "όξω παρασθιά" να βράζει το νερό, όση ώρα η μάνα θα παρασέρνει τσ' αυλές και το σπίτι μέσα όξω!

Η ξύλινη σκάφη να περιμένει έτοιμη χάμαι, δίπλα από το πλυσταριό.
Να κι ο άθος, έτοιμος στον αθοντενεκέ!

Μέσα στη σκάφη τα ασπρόρουχα, κι απάνω 'κεί, μια καλαμένια κοφίνα, με τα σκούρα.
Απάνω στο τρουλί με τα σκούρα ρούχα στη κοφίνα η αθομαντήλα, με μια παλαμιά καθαρό άθο μέσα, κοσκινισμένο στη κνισάρα!

- Γιωργιό, σύμπανε μνιαολιά τα ξύλα παιδί μου να αρπάξει η φωθιά, να ζεσταθεί το νερό στο μπουγαδοτσίκαλο!

Σε λίγο:
- Ε μά! Το νερό βράζει!

Τριάντα κιλά χωρά καζάνι, και το νερό μέχρι τη μέση, μα η μάνα μου το σηκώνει σα πούπουλο, και το φέρνει κοντά στη ξύλινη σκάφη.
Με ανασηκωμένα μανίκια, γεμίζει η μάνα μου το κάρτο, και το αδειάζει λίγο λίγο απάνω στον άθο.
Ένα - ένα το κάρτο, και αφού άδειασε το καζάνι, τρέχει και στένει γερά - γερά άλλο νερό στο μπουγαδοτσίκαλο!

Πολύ αργότερα κατάλαβα ήντα έκανε τότες...

Ότι δηλαδή, όπως έπεφτε το νερό πάνω στον άθο, γινόταν αλουσά, πέρναγε μέσα στις μπλούζες και τα άλλα σκούρα, και μετά κατέληγε στη σκάφη με τα άσπρα ρούχα, σεντόνια, κουρτίνες, φανέλες κλπ.
Δεν έπρεπε οι μπλούζες και τα σκούρα να μείνουν πολύ ώρα στην αλουσά, γιατί θα ξέβαφαν, μπορεί και να τα έκαιγε κιόλας!

Έτσι, μετά το γρήγορο πέρασμα τα σκούρα στην αλουσά, τα έριχνε στο πλυσταριό, και τους έκανε δύο τρία επιπλέον πλυσίματα, αυτή τη φορά τους έκανε σαπουνάδες με τη σκόνη του κλιν.

Ήταν βεβαίως η εποχή, που εγώ είχα τη μεγάλη συλλογή με τα στρατιωτάκια, που είχε μέσα το κλιν σαν δώρο!

Ανταλλάσσαμε κιόλας αυτά τα γκρι ή μπλε δε θυμάμαι στρατιωτάκια, με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, όσα τα είχαμε από δύο ίδια.
Τα έβαζα λοιπόν στη σειρά, και ανάλογα τι ήταν ο κάθε στρατιώτης, του έδινα ανάλογες οδηγίες... λίγο πριν την τελική "μάχη"!

Η μάνα μου, κάπου εκεί διέκοπτε απότομα τη "στρατηγική της επιχείρησης"...

- Γιωργιό! Που να 'χεις την ευχή μου, πετάξου πάλι ένα λεφτό μέχρι του Διαμνιανογιώργη, να μου πάρεις ένα φακελάκι λουλάκι!

Σαν να το βλέπω μπροστά μου εκείνο το φακελάκι με το λουλάκι, να το πιάνει η μάνα μου από το πλυσταριό που το είχα αφήσει.
Ήταν ένα τόσο δα μικρό και λεπτό φακελάκι, όσο η τότε παλάμη μου, άντε δέκα εκατοστά...

Μέσα είχε μια μπλε σκόνη λουλακιού, που με ένα τελευταίο πέρασμα με αυτό, έδινε μια αδιόρατη υπογαλάζια απόχρωση στα λευκά ρούχα, άλλα παράλληλα και ένα θεσπέσιο άρωμα φρεσκάδας!
Άντε πάλι η μάνα μου, πλύσιμο, τρίψιμο με τη γροθιά της επάνω σε ένα ξύλο να τρίβει να τρίβει...

Πλύσιμο - ξέπλυμα, σαπουνάδα, τρίψιμο, πάλι ξέπλυμα, και τώρα έτοιμα τα σκούρα!
Όμως τα άσπρα, τα άφηνε είκοσι λεπτά περίπου στην αλουσά μέσα, πριν αρχίσει κι εκεί τις σαπουνάδες, αλλά και το τελικό ξέπλυμα μετά το λουκάκι.

Έκανε και σε αυτά το τελευταίο στρίψιμο - στύψιμο, και στο τέλος τα ακουμπούσε και όλα τα άσπρα ρούχα στην άκρη του πλυσταριού!

Καμιά φορά εκεί στο στρίψιμο των ρούχων τη βοηθούσα κι εγώ!
Καμάρωνα με τα "μπράβο παιδί μου" της μάνας μου, που τα έστριβα, λέει, πολύ καλύτερα!

Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι, μάλλον ήθελε να ετοιμάσει κάτι πρόχειρο να φάμε για μεσημεριανό, όση ώρα εγώ τα έστριβα δυνατά!

Στο τέλος όμως μετά το μεσημέρι, στο μακρύ τέλι του απλωτού μας, κρεμόταν και ανέμιζαν σαν σημαίες στα ξύλινα μανταλάκια, πολλά ασπρόρουχα στη σειρά, σεντόνια, φανέλες, σώβρακα, και πιο πέρα τα σκούρα, κουβέρτες, παντελόνια, φουστάνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες προσώπου, πετσετάκια διάφορα του τραπεζιού, πατσαβούρια, μαντίλια της τσέπης, κεντήματα...

Εκείνα ήταν για μένα τα λαμπερά Σάββατα!
Μου έμειναν τόσο λαμπερά, όσο τα άσπρα σεντόνια, τα πουκάμισα και οι φανέλες, που όλη μέρα ανέμιζαν αγέρωχα κάτω από τον φωτεινό κρητικό ήλιο!

Αγέρωχη έβλεπα και τη μάνα μου, τη βασίλισσα της μπουγάδας, θέα της μεταμόρφωσης, που από λερωμένα ρούχα τα έκανε φωτεινά ρούχα!

Έλεγα μέσα μου:
Μα είναι δυνατόν; Μια τόσο ελαχίστη σκόνη να είναι τόσο μαγική;
Είναι δυνατόν η μάνα μου μόνη της να τα καταφέρει όλα αυτά, και να κάνει τα ρούχα όλα να αστράφτουν στον ήλιο;

Τι είναι η μάνα τελικά;
Και δεν σταματούσε μόνο εκεί, γιατί το πρόγραμμα της ημέρας έλεγε:

Πέρασμα στην αλουσά - πλύσιμο με σκόνη κλιν - ξέπλυμα - λουλακιασμα - ξέπλυμα - ξεσφούγγισμα (στρίψιμο) - άπλωμα - στέγνωμα - σιδέρωμα!
Απόγευμα μπλιό! Επόμεινε το σιντέρωμα!
Και τι σιντέρωμα!

Το σίντερο με τα κάρβουνα, θα έκανε κι αυτό τα μαγικά του!
Η τσάκιση θα έχει τον πρώτο λόγο όπου χρειαζόταν, και αυτό γινόταν όπως έπρεπε και σωστά!

Όσες φορές εγώ το προσπάθησα στα παντελόνια μου, ε όι, δε γλίτωνα τη διπλή τσάκιση!
Από την άλλη, η μάνα μου σιδέρωνε λεπτές κουρτίνες και πλισέ φούστες, χωρίς κανένα πρόβλημα!

Κι έρχεται το βράδυ του Σαββάτου...
Με τα χέρια παππουδιασμένα, με τη μέση της κομμένη, κι αυτή να μη βαροψυχά!
Θα πρέπει, όση ώρα μαγειρεύει το βραδινό, να στέσει πάλι στο μεγάλο τσικάλι νερό με λεμονόφυλλα να κάνω και γω ένα μπάνιο, για να με ντύσει με καθαρά ρούχα, να πάμε από κάτω, στη βεγγέρα του Σαββάτου στου θείου μου του Παπαγιώργη το σπίτι.

Το βραδινό φαγητό έτοιμο κι αυτό, που ήταν βέβαια και το κύριο φαγητό της ημέρας!
Γυρνώντας ο πατέρας από το καφενείο, θα με δει να λάμπω, και φυσικά θα μου κρατά και το καθιερωμένο λουκούμι στο χαρτί!

Τι θυμήθηκα τώρα... Το:
"Παλαμάκια παίξετε
Κι ο μπαμπάς του έρχεται
Και βαστά του κάτι τι
Λουκουμάκια στο χαρτί'!

Το άκουγα αυτό, από τότε που άρχισα να περπατάω!

Η μάνα θα φωνάξει να "ανεμαζωχτούμε πόδε", να πάμε στο τραπέζι που είναι κιόλας στρωμένο.

Ο πατέρας με χαμόγελο στην άκρη του μουστακιού του, θα τα δει όλα στις θέσεις τους, τη μάνα χαμογελαστή, που θα τον υποδεχτεί με περηφάνεια!
Τώρα ήμαστε έτοιμοι να πάμε και στη βεγγέρα, να αρχίσουν εκεί τα καλαμπούρια οι μεγάλοι και να γελάμε εμείς οι μικροί ...
Και εγώ σκεφτόμουν τότε, αν κατά πόσο το λουλάκι είχε βάλει το χεράκι του σε όλα αυτά...

www.voltarakia.gr

Φωτογραφία: Στέφανος Ραπάνης - All rights reserved

Σημείωση: Αν σας αρέσουν οι παλιές ιστορίες και η αυθεντική Κρήτη ελάτε στην παρέα μας. Αν δεν έχετε ήδη κάνει, κάντε like στη σελίδα μας στο facebook ή ακολουθήστε μας στο instagram κι εμείς θα σας ακολουθήσουμε πίσω.