Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το σαρακοστιανό που έρχεται από το παρελθόν!

Τη Σαρακοστή παλιά στην Κρήτη οι άνθρωποι δεν είχαν τις επιλογές που έχουμε σήμερα. Τα θαλασσινά, ο κιμάς από σόγια και όλα αυτά δεν υπήρχαν, ενώ ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού νήστευε και το λάδι πολλές ημέρες κατά τη διάρκεια της μεγάλης νηστείας.

Το αποτέλεσμα είναι να τρώνε κυρίως όσπρια, χόρτα, χοχλιούς, κουκιά, ελιές, τέτοια.
 
Η λαχτάρα να γευτούν κάτι διαφορετικό και για πολλούς η ανάγκη να εξασφαλίσουν από τη φύση δωρεάν τροφή τους οδηγούσε σε επιλογές που δεν είναι σήμερα συνηθισμένες.
 
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατανάλωση καβουριών, που ήταν ειδικά για την περίοδο της Σαρακοστής έδεσμα εκλεκτό.
 
Ένα από τα χωριά της Κρήτης που είχε μεγάλη αδυναμία στους καβρούς ήταν το Ασήμι του Νομού Ηρακλείου, όπως προκύπτει από διήγηση της Έφης Μιχελάκη. Η κ. Μιχελάκη θυμάται πως οι χωριανοί της, μικροί και μεγάλοι ήταν "μαστόροι" στους καβρούς, τους οποίους συνέλλεγαν μετά μανίας για να τους καταναλώσουν στο οικογενειακό τραπέζι.
 
Μάλιστα, όπως λέει, το έθιμο της κατανάλωσης των καβρών ειδικά τη Σαρακοστή κρατά ως τις μέρες μας.  
 
Ας διαβάσουμε όμως τώρα την απολαυστική διήγηση της κ. Μιχελάκη, δοσμένη στην κρητική ντοπιολαλιά:
 
Οι Ασημιανοί κι οι καβροί...
 
"Στο φάλι του Μεσσαρίτικου κάμπου "ραχατεύει" το χωριό μου εδά και εκατοντάδες χρόνους. Και τα βιβλία το λένε ετουτονά το πράμα, μα  πρέπει πως είναι κι αλήθεια.
Καμπίτες ήμαστε εμείς και πασπαρίτες, μα έχει κι ο κάμπος τσοι χάρες του. Τη θάλασσα την εγροικούσαμε μόνο, και τηνε θωρρούσαμε απ' τσοι φωτογραφίες. Κι εγώ απου σας σε μιλώ, θάλασσα επρωτόδα δέκα χρονώ.
 
Μα όλα κι όλα, το νερό το ρέγομέστανε όλοι μας, κι ήτονε οι χωργιανοί μου και οι πρώτοι κολυμπητές στη κάτω Ρίζα. Τα πολλά μαθήματα τα πήρανε στοι κολύμπες στ' Αγίους Πάντες, στοι πηγάϊδες του χωργιού και στη στέρνα του Παπλωματά. Θάλασσα δεν είχαμε θωρρώντας, μα είχαμε σκιάς ρυάκια ποταμίδες, κολύμπες και πηγάϊδες. Δεν εψαρεύαμε βέβαια ψάρια γιατί δε τα κατέχαμε, μα ήμαστονε μαστόροι στα χέλια και τσοι καβρούς.
 
 Απ' τσοι παραμονές τση Σαρακοστής και μέχρι τα πρωτοβρόχια όλοι έψαχναν καβρούς!
 
Απ' τσοι παραμονές τση Σαρακοστής και μέχρι τα πρωτοβρόχια, που μας ήχανες που μας ήβριχνες στα ρυάκια και στοι ποταμίδες. Μωροκόπελα, κοπελούδες γριές ντελικανήδες, μα και ιστάμενοι αθρώποι επιάναμε τα διάπαντα και κυνηγούσαμε το πχιά καλό μεζέ. Τον καβρό!
 
Εθώργιες κοπέλια με το κοντό πατελονάκι και το γαλοτσάκι και κρατούσανε τα τσουβαλάκια απ τσοι ζωοθροφές και τσοι κουβάδες τίγκα στη καβρούς. Εβάνανε τα πιτήδεια χεράκια ντως στη καβρότρυπα και με μαστοριά και χάρη ενεσέρνανε όξω το καβρό, κι αυτός εκαταχτύπα τσοι δαγκάνες του και γύρευε να δαγκάσει στο ζόρε ντου απάνω ο κακομοίρης. 
 
Μόνο από την τσίκνα των καβρών καταλάβαιναν Σαρακοστή!
 
Κι ήτονε αντρειά να κατέχει κιανείς να καβρίζει εκειανά τα χρόνια. Γιατί εβοήθα και στην οικιακή οικονομία τω σπιθιώ. Άμα δεν είχανε ήντα να φάνε, όξω απ τα ζαρζαβατικά, τα γαλατερά  και τα τσιμούλια,  επιάνανε τα ρυάκια για τον εκλεκτό μεζέ. Σαρακοστή δεν εκαταλαβαίναμε, παρόλο που μας το λεγε ο παπάς στη εκκλησά ,
παρά μόνο ως θελα "'κούσομε" τη καβριά , τη τσίκνα του καβρού να πορίζει απ' τσοι καμινάδες τω σπιθιώ.
 
Μα και στα ντουκιάνια του χωργιού, ως θελα βαρεθούνε το χοχλιό, την ελιά και το ραπάνι, στέλνανε ένα  μουστερή στο ρυάκι για το καβρό. Κι εκάνανε τσοι πιο καλές παρέες και καταστένανε μπεγεντισμένους ρεφενέδες με τη χαχάλα του καβρού.
 
Οι καλύτεροι καβροί είναι... στα όρη!
 
Δεν ήμαστονε βέβαια σιχασάρηδες, γιατί αν ήμαστονε δε θελα τως σε σιμώνομε τω καβρώ ούτε στη κατοχή και ούτε στη μεγάλη πείνα. Γιατί δεν ήτονε λίγες οι φορές που εθωρρούσαμε ψόφιους γαιδάρους στοι ακροποταμιές, κι απάνω ντως μιλιούνια καβρούς να γεύγουνται. Μα κι ο καβρός ο ίδιος ήκανε το κολάϊ ντου και κάτεχε κι αυτός το γιατρικό ντου και το καθαρτικό ντου. Ως θελα φάει ψακωμένο μιαρό δηλαδή, αγλάκα και ήψαχνε το τσόχο να αράξει απάνω ντου, και να πιει το γάλα ντου. 
 
Ήμαστονε βέβαια και τυχεροί, γιατί τα χρόνια εκειανά, ο Στερνιανός ποταμός ο Χαντράς κατέβαζε με τσοι τόνους τα νερά απ τα όρη στο κάμπο μας, τα ελέη του Θεού !!!
Καμπόσοι χωριανοί βέβαια, μιζμιτζήδες και σιχασάρηδες. Δεν εκαβρίζανε στοι παταμίδες, μονό  επιάνανε τα όρη για τον αορίτη καλοψωμισμένο και καθαρό καβρό. Πολλές φορές που τα διηγούμαι στοι παρέες ακόμη και σήμερο γελούνε και τσατίζουντε κιόλας μαζί μου όντε τως σε λέω πως οι καλύτεροι καβροί είναι στα όρη, κι αλλάσουνε τα σιφούνια ντως δεκα όψες γιατί θαρρούνε πως τσοι κοροιδεύω.
 
Μα Θεόψυχα μου, ψώμματα δε λέω. Κι ο ίδιος ο καβρός άμα το νε ρωτήξεις θα σου πει δυό πράματα. Πως αγαπά τον τσόχο και μισεί τον Ασημιανό"!
 
www.voltarakia.gr
 
Φωτογραφία και ιδέα για το κείμενο: Έφη Μιχελάκη