Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η ζωή στην Κρήτη πριν έρθει η τεχνολογία...

Εσείς αναρωτιέστε ποτέ; Πως ζούσε ο κόσμος παλιά; Χωρίς κινητά; Χωρίς αυτοκίνητα; Χωρίς καν τουαλέτες; Χωρίς τις σημερινές ευκολίες. Εμείς αναρωτιόμαστε συχνά... Γι' αυτό και χαρήκαμε διπλά όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα ο γνωστός λαογράφος από τη Μεσαρά Γιώργος Χουστουλάκης, ο οποίος μας μυεί... στην εποχή των παππούδων μας.

"Πως ζούσαν μια φορά στη Μεσαρά, χωρίς τη σύγχρονη τεχνολογία" είναι ο τίτλος του ωραίου του κειμένου. Γράφει, λοιπόν, ο κ. Χουστουλάκης: "Έχουμε αναρωτηθεί σήμερα, πώς κάποτε ζούσε ο κόσμος, χωρίς καμπινέδες, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνο, και χωρίς καν τηλέφωνο, παρά μονάχα με τα γαϊδουράκια, που ήθελαν μια ώρα το πρωί να πάνε στη δουλειά και μια ώρα να γυρίσουν το βράδυ υπομονετικά στο σπίτι;

Και όμως! Αν είχαμε μια μηχανή του χρόνου να μας γύριζε πίσω, θα βλέπαμε πως μια χαρά ζούσε ο κόσμος τότε, γιατί απλά είχε προσαρμοστεί στα τότε δεδομένα, και γιατί είχε άλλες απολαύσεις και χαρές σαν αντιστάθμισμα!

Στην κοινωνία των Μοιρών, τη δεκαετία του ’30, υπήρχαν λίγες οικογένειες πλούσιες. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα! Όταν όμως ο πλούσιος βοήθαγε το φτωχό, εκείνος του φίλαγε το χέρι! Τα ντυσίματά τους ήταν συντηρητικά, οι άνδρες φορούσαν την κρητική βράκα, και τη κρητική κιλότα, η οποία βέβαια τους βόλευε περισσότερο. Υπήρχαν και τότε τα κουστούμια, για όσους είχαν μια σοβαρή θέση σαν υπάλληλοι σε διάφορες υπηρεσίες, η οργανισμούς, και κυρίως οι μεγαλέμποροι.

Το όνειρο ενός ραδιοφώνου...

Μου έλεγε μια γυναίκα, πως όταν ήταν 15 χρονών, κεντούσε στην αυλή της ένα σεμεδάκι, στο σπίτι της στις Μοίρες, με το γνωστό σε όλους θέμα «Ο πρίγκιπας της Κνωσσού».
Πέρασε μια πρώτη της θειά και τη βλέπει να κεντάει τον «Πρίγκιπα», περίπου θα ήταν το 1953, και τη ρώτησε:

-Μα ήντα θα το κάνεις δα, ετονά το σεμεδάκι Βασιλεία?
-Θα το βάλω στο ράδιο, πάνω στο τραπεζάκι μου όταν παντρευτώ!
-Πω πω! Τι όνειρα κάνεις κοπέλα μου, μια μέρα να έχεις και συ δικό σου ράδιο!

Το 1957 πήγε το ρεύμα στις Μοίρες

Πράγματι, μόνο πλούσιοι και αριστοκράτες μπορούσαν να ονειρεύονται να έχουν ένα ράδιο στο σπίτι τους, πριν από το ‘50! Όταν μάλιστα δεν υπήρχε στα χωριά και σε πόλεις και ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα! Ας μην πάμε μακριά, οι Μοίρες δεν είχανε ηλεκτρικό ρεύμα πριν το '57! Το ρεύμα το έφερε ο Πετρακογιώργης με δικό του εργοστάσιο στις Μοίρες, με ατμοκίνητες μηχανές, και πάλι ένα μικρό μέρος των Μοιρών είχε συνδεθεί, και είχαν ηλεκτρικό φώς, μονάχα τη νύχτα!

Η Γαλιά είχε ρεύμα εκείνα τα χρόνια με συνεταιρισμό της κοινότητας και δεν είχαν μεγαλύτερα χωριά, όπως το Τυμπάκι και η Πόμπια!

Ούτε 5 άτομα δεν είχαν ράδιο στις Μοίρες το ’50...

Τα τηλεγραφήματα: Έκαναν οικονομία στις λέξεις!

Τηλεφωνείο στις Μοίρες πριν το 1930 δεν υπήρχε, υπήρχε όμως τηλεγραφείο! Το τηλεγραφείο ήταν στα Καμπουργιανά, προς την έξοδο δηλαδή των Μοιρών για Καπαριανά, και δούλευε με...σήματα μορς! Η επικοινωνία με το εξωτερικό, γινόταν με τηλεγραφήματα. Τον ασύρματο τον είχε ο Λευτέρης Καμπουράκης ή Καστελλολεφτέρης, ο οποίος έκανε χρέη δημοσίου υπαλλήλου!

Πήγαινε τα τηλεγραφήματα στα σπίτια, αλλά και έστελνε και προς το εξωτερικό. Ήταν πολύ ακριβά τα τηλεγραφήματα τότε, και η πληρωμή γινόταν βάσει των λέξεων!
Έτσι, όταν έστελναν τηλεγράφημα στους δικούς τους στην Αμερική ή στη Γερμανία, έγραφαν τα απόλυτα απαραίτητα!
«Πατέρας επόθανε, ελάστε γρηγορότερο»!

Αργότερα που ήρθε και η τηλεφωνία, τότε που δημιουργήθηκε και το Υπουργείο «ΤΤΤ» (τα τρία ταύ). Ήταν δηλαδή οι υπηρεσίες του ταχυδρομείου, τηλεγραφείου και τηλεφωνείου, σε μία, και την όλη εργασία την έκανε αρχικά ο ίδιος υπάλληλος.

Ο κτηνίατρος του στρατού και ένα σινεμά...

Οι Μοίρες είχαν και τότε ένα φαρμακείο, με φαρμακοποιό τον Τσαγκαράκη, ένα από τους 9 που εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Επίσης είχαν και ταμείο, και από, όλα τα γύρω χωριά, ερχόταν για τη σύνταξη. Υπήρχε μία τράπεζα, η Αγροτική, υπήρχε και Γεωργική Ένωση.

Υπήρχε κι ένα σινεμά, «του ΜΆΝΟΥ», προς τα Καμπουργιανα. Οι Μοίρες διέθεταν και αλμπάτη (πεταλωτή). Πεταλουργείο και κτηνιατρείο μαζί, υπήρχε εκείνο του Κώστα Μαρκάκη από τη Γαλιά, με ελάχιστα φάρμακα που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη.

Κτηνίατρος ήταν στο στρατό ο Κώστας Μαρκάκης, με το βαθμό μάλιστα του ανθυπασπιστή. Αποτάχτηκε κι αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι Βενιζελικοί, στο κίνημα του ’35, από το αντίπαλο κόμμα. Στη κατοχή ο Κώστας, γύριζε τα χωριά και έσωζε όλα τα άρρωστα ζώα της Μεσαράς.Τα φάρμακα ήταν κυρίως αυτοσχέδια ή πραχτικά με βότανα, και πριν την πενικιλίνη σαν αντιβίωση, χρησιμοποιούσαν και το κινίνο, και το ψαρόλαδο για ενδυνάμωμα, και την σουφλαμιδόσκονη για πληγές.
Επίσης είχαν το κατράμι, μια μαύρη αλοιφή για τις πληγές.

Νοσοκομείο στις Μοίρες δεν υπήρχε! Το πρώτο νοσοκομείο φτιάχτηκε το 1960.

Το αντιστάθμισμα ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις...

Μπορεί να μην είχαν τεχνολογική υποστήριξη ο κόσμος, τα χρόνια εκείνα, αλλά υπήρχαν άλλα, που δεν υπάρχουν σήμερα. Υπήρχε η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός. Υπήρχαν οι ταχτικές βεγγέρες, χειμώνα καλοκαίρι, αλλά κυρίως τα καλοκαίρια! Ο κόσμος έσμιγε, γιατί είχαν απόλυτα την ανάγκη ο ένας του άλλου. Χόρευαν και τραγούδαγαν οι ίδιοι στις παρέες!
Προτιμούσαν να φάνε παρέα με τον γείτονα τους η συγγενή τους, παρά μόνοι. Αυτό τους έδινε φτερά, γιατί είχε να κάνει και με τη διασκέδαση τους. Η καλή παρέα, σήμαινε ταυτόχρονα και ώρα ψυχαγωγίας, γιατί θα επικρατούσε το καλαμπούρι, τα αστεία κουτσομπολιά, αινίγματα και έτσι θα ανέβαινε το κέφι στη παρέα!

Η διαδικασία του τηλεγραφήματος...

Το 1930 στις πόλεις σαν τις Μοίρες ένα μόνο τηλεφωνείο – τηλεγραφείο υπήρχε. Υπήρχε η δυνατότητα να στείλει κάποιος ένα τηλεγράφημα ή να τηλεφωνήσει σε κάποιον, αλλά ακολουθούσαν κάποια διαδικασία.

Στο τηλεγράφημα, ο χειριστής, σου έλεγε να γράψεις σε ένα χαρτί τις φράσεις που θέλεις να στείλεις, το πολύ δέκα λέξεις, τη διεύθυνση, και εκείνος κατόπιν πατούσε τα σήματα μορς και το έστελνε. Ο υπάλληλος του άλλου κέντρου, αν ήταν παράδειγμα στο Ηράκλειο, έπαιρνε το τηλεγράφημα και το πήγαινε στη διεύθυνση που έγραφε το τηλεγράφημα, με τα πόδια ή με το ποδήλατο.

Στα χωριά της Μεσαράς, αν δεν τα έστελνε με τον ταχυδρόμο τα τηλεγραφήματα ο υπάλληλος, τα πήγαινε ο ίδιος με το μουλάρι... Και ο ταχυδρόμος που μπήκε αργότερα μαζί με τον τηλεγραφητή, είχε το δικό του ζώο, που αργότερα αντικαταστάθηκε με ποδήλατο η μηχανάκι. Αν ήταν να πάρεις κάποιο τηλεγράφημα, στο έφερνε ο ίδιος ο τηλεγραφητής στο σπίτι ή αν ήσουν σε άλλο χωριό, με τον ταχυδρόμο.

Ο ταχυδρόμος κάθε δύο μέρες ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο με το μουλάρι, να πάει στα καθιερωμένα χωριά, Ζαρό Βορίζα, και τα κοντινά τους χωριά, και να γυρίσει πίσω.
Ήταν παντός καιρού, και μόνο όταν χιόνιζε ή έβρεχε πολύ, δεν πήγαινε, ενώ τα γράμματα και τις επιταγές τα πήγαινε όλα την επομένη! Τις επιταγές τις εξοφλούσε επιτόπου ο ίδιος ο ταχυδρόμος!

"Ναι... με ακούτε";

Αν ήθελες να μιλήσεις εσύ ο ίδιος απ’ ευθείας με κάποιον σε άλλο χωριό, και εδώ ήταν χρονοβόρα η όλη διαδικασία! Ο υπάλληλος χειριστής του πίνακα στο κέντρο, δεχόταν την κλήση σου, που έκανες γυρίζοντας σαν μανιβέλα το μανιατό του τηλεφώνου, το οποίο ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, και του ζητούσες να σε συνδέσει «με τον τάδε», στη πόλη, ή σε κάποιο άλλο χωριό.

Γύρναγες λοιπόν το μανιατό στο τηλέφωνο του χωριού σου, που μπορεί να ήταν σε κάποιο γραφείο ή καφενείο. Ο υπάλληλος τηλεφωνητής του πρώτου κέντρου, το άκουγε και το σήκωνε. Ο τηλεφωνητής στη συνέχεια, έπρεπε να φωνάξει αυτόν που του ζητούσες αν ήταν τοπικό τηλεφώνημα ή να σου δώσουν ραντεβού οι τηλεφωνητές, σε δέκα λεπτά η μισή ώρα, ανάλογα την απόσταση, αν ζητούσες να μιλήσεις με κάποιον σε άλλη περιοχή!

Το πρώτο τηλέφωνο στη Γαλιά...

Τα πρώτα τηλέφωνα ήταν χειροκίνητα. Τα αυτόματα ήρθαν το 1957 στα τοπικά κέντρα της Κρήτης.

Το πρώτο πρώτο τηλέφωνο στη Γαλιά ήρθε μεταξύ 1930 με ’34, και ήταν «στου Πανάγο το μαγαζί» ή Μιχάλη Ξεκερδάκη! Τότε ο Μιχάλης Ξεκαρδάκης, είχε καφενείο και μπακάλικο μαζί, ακόμα και φαρμακείο, στο κέντρο του χωριού.

Τα καφενεία τότε στα χωριά ήταν δύο ειδών. Εκείνα που τα έκαναν αγρότες και τα άνοιγαν μόνο το βράδυ και τα άλλα που δούλευαν νύχτα μέρα! Το τηλέφωνο λοιπόν έπρεπε να μπει σε καφενείο που να ήταν σε κεντρικό σημείο του χωριού, και να ήταν μέρα νύχτα ανοιχτό!

Ο καφετζής βέβαια ήταν υποχρεωμένος να κάνει και το χαμάλη τηλεφωνητή και να έχει κα'να δυό ανθρώπους του, να ειδοποιούν τον κόσμο. Και το τηλέφωνο ο κόσμος το πλήρωνε, αρχικά μια κοσάρα, αργότερα μια δραχμή, μετά δύο δραχμές το τηλεφώνημα!

Το δεύτερο τηλέφωνο και το πιπερόδεντρο!

Δεύτερο τηλέφωνο στη Γαλιά ήρθε περίπου το 1933, και έπρεπε και αυτό να είναι σε κεντρικό σημείο του χωριού. Άλλο καφενείο που ήταν μονίμως ανοιχτό το 1930, και σε κεντρικό σημείο, ήταν και του Καψαλοζαχάρη, δίπλα από τη πίσω του πλευρά από ένα δένδρο πιπεριάς που σώζεται ακόμα και σήμερα!

Εκεί ήταν ένα δωμάτιο μεγάλο, και ο Καψαλοζαχάρης το έκανε καφενείο. Τα καλοκαίρια είχε τραπέζια και κάτω από τη πιπεριά, επειδή έκανε καλό ίσκιο! Η πιπεριά ήταν μεγάλη και το 1935 όπου εκεί είχαν στήσει δύο τραπέζια μια υπηρεσία που έκανε καταμέτρηση πολιτών, από δημόσιους υπαλλήλους της Εφορίας και του Ταμείου.

Λένε πως τη πιπεριά αυτή, την είχε φυτέψει ο Καψαλοζαχάρης πρίν 30 χρόνια από τότε, δηλαδή το 1900, για να κάνει ίσκιο στο μαγαζί του! Τέτοια φυτά, πιπερόδενδρα, είχε μόνο ο Δαμιανάκης Ζαχαρίας στο σπίτι του, πού ήταν πεθερός του, και λένε πως τη πιπεριά αυτή τη πήρε από εκεί από του πεθερού του και τη μεταφύτευσε!

Είναι πάντως σπάνιο φυτό σε όλη τη Μεσαρά, και «σήμα κατατεθέν» βέβαια στη Γαλιά! Το δένδρο διασώζεται ακόμα μέχρι σήμερα στο ίδιο σημείο! Είναι δε, τουλάχιστον 117 ετών!

Οι δοκιμές του τηλεφώνου και ο άθλος του παπά!

Ήταν ένα βράδυ που οι υπάλληλοι της τηλεφωνικής υπηρεσίας τελείωναν τις τελευταίες εργασίες τους. Είχαν ήδη κρεμάσει το μαύρο τηλέφωνο στον τοίχο του μαγαζιού του Καψαλοζαχάρη, σαν το δεύτερο τηλέφωνο του χωριού, και το μόνο που έμενε, ήταν να κάμουν τις δοκιμές τους, να δούνε αν δουλεύει!

Στο καφενείο ήταν μια παρέα με τον νέο ακόμα Παπαγιάννη (ιερέας του χωριού) και μερικούς γεροντότερους στην ηλικία και παίζανε χαρθιά! Ο καφετζής, έβραζε ως το συνήθιζε, δυό κιλά προβατίνα, και θα την πλήρωνε αυτός ή αυτοί που θα έχαναν στα χαρθιά!

Τότε ακριβώς είχαν τελειώσει και οι δύο υπάλληλοι τη τοποθέτηση του νέου κρεμαστού τηλεφώνου του χωριού, και κάνανε μια δοκιμή να μιλήσουν με το τηλεφωνικό κέντρο Μοιρών, όπου και είχαν φυσικά επιτυχία!

Τότε σηκώθηκε από την παρέα ο Παπαγιάννης, και λέει του καφετζή:

-Κάτσε μρέ να πάρω το σύντεκνό μου στο Μαγαρικάρι, να του πω, πως εβάλαμε και εμείς επαδέ στο χωριό δεύτερο τηλέφωνο, να με παίρνει όποτε θέλει, μη νομίζει πως μόνο αυτοί έχουνε τηλέφωνο στο χωριό τους!

Παίρνει λοιπόν ο Παπαγιάννης τον σύντεκνό του τηλέφωνο και του το λέει, και ο σύντεκνός του από το Μαγαρικάρι, του απαντά:

-Ε καλορίζικο σύντεκνε Παπαγιάννη το νέο τηλέφωνό σας! Εμείς επαέ εστέσαμε στο καζάνι και βράζομε εδά μια ν-αίγα, για να τη φάμε με τη παρέα! Κρίμα σύντεκνε να μην είσαι επαδά κοντά, θαλα φάς και συ μια μπουκιά, να πχείς και δυό κράσους!

Το άκουσε αυτό ο Παπαγιάννης, το ακούσανε και οι άλλο στη παρέα και του λένε του Παπαγιάννη:
-Μα κοντζάμ Παπαγιάννης, χάνεις εσύ τέθοια πράγματα?

Πώς και δεν αγλακάς να πάς να τους βρεις εκειά με το σύντεκνό σου να φας και συ αίγα?
-Να πάω θέλω! Μάλιστα θα τους προλάβω και πριν φάνε την αίγα! Απαντά ο Παπαγιάννης!

-Αποκλείεται! Δε γίνεται αυτονά που λες Παπαγιάννη!
-Πόσο βάνετε στοίχημα?

-Άμα προφθάσεις και πάς εσύ στο Μαγαρικάρι με τα πόδια, και να προλάβεις να φας και αίγα εκειά πέρα, και να πχείς κρασί, εμείς χάνουμε στοίχημα ένα ολόκληρο αρνί, επαδέ, να το σφάξομε επιτόπου, να το ψήσομε και να το φάμε!

Σαν τα’ άκουσε αυτό ο Παπαγιάννης, δε χάνει καιρό! Ανασκουμπώνει το ράσο του, το δένει στη μέση του, ανασηκώνει και τσι αποδαριές του παντελονιού του, και σπαλαθώνει για το Μαγαρικάρι, αφού έπιασε τα διάφορα λαγκάδια και βουνά και χωράφια, για να κόψει δρόμο! Και δεν μιλάμε για μια κοντινή απόσταση, αφού θα είναι τουλάχιστο 15 χιλιόμετρα μακριά ίσως και παραπάνω, σε δύσβατη διαδρομή! Έπρεπε να διασχίζει και χωράφια χωρίς καν μονοπάτια!

Έφθασε τελικά σαν βολίδα σε μια ώρα στο Μαγαρικάρι, γιατί στα πόδια όταν έτρεχε έκανε φτερά! Δεν τον έπιανε μπάλα στο τρέξιμο! Την αίγα καλά καλά εκεί, δεν την είχαν ποβράσει όντως ακόμα όταν έφτασε! Σε μεγάλη έκπληξη βέβαια όλων εκεί που δεν πίστευαν στα μάτια τους, για το κατόρθωμα του Παπαγιάννη!

Αμέσως τους πήρε από εκεί τηλέφωνο, και στη συνέχεια έκατσε εκεί, έφαε και ήπιε με τη ψυχή ντου, παρέα του συντέκνο του, και νύχτα κάποια στιγμή το πήρε πάλι με τα πόδια και γύρισε για τη Γαλιά για το ίδιο καφενείο... αλλά πλέον τροπαιούχος"!

Κείμενο από αφηγήσεις της κας Βασιλείας Μαρκάκη και του κ. Μύρωνα Μαραγκάκη

Κείμενο και φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης