Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τα βούγια, τα μουσκάρια κι οι αϊλιές

Πριν εξαπλωθεί η χρήση των τρακτέρ και των σκαφτικών στην Κρήτη, η άρωση του εδάφους γινόταν από αγελάδες. Κάθε νοικοκυριό που στόχευε στην αυτάρκεια φρόντιζε να έχει τουλάχιστον ένα τέτοιο ζώο στην κατοχή του, ώστε όταν έπρεπε να οργώσει, να μη χρειαστεί να πληρώσει άλλον για να του κάνει αυτή τη δουλειά.

Στην Κρήτη την αγελάδα την έλεγαν επίσης αϊλιά (αϊλέ, αϊλά) ή βούι. Η λέξη αϊλιά υποδήλωνε θηλυκό ή μικρότερο ηλικιακά ζώο, ενώ η λέξη βούι αρσενικό ή μεγαλύτερο. Το μοσχαράκι το έλεγαν μουσκάρι. 

Ενώ έχουμε ακούσει πολλές ιστορίες από τα παλιά για βούγια και αϊλιές...

Ενώ ξέρουμε πως υπήρχαν οικογένειες που συμπλήρωναν το εισόδημά τους πουλώντας μοσχαράκια...

Ενώ οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πολύ τις αγελάδες στην Κρήτη παλιά...

Εντούτοις... δεν τις έτρωγαν!

Γιατι δεν έτρωγαν βοδινό ή μοσχαρίσιο κρέας οι παλιοί;

Όπως διαβάζουμε στα αυτοβιογραφία του αγωνιστή της Σπιναλόγκας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη: "Σχετικώς με το βοδινό κρέας θα ήθελα να αναφέρω ότι εις όλη την Ελλάδα και σε μεγαλύτερο βαθμό σ' όλη την Κρήτη δεν το έτρωγαν, διότι το εθεωρούσαν ως ιερό ζώον πολύ αγαπητό, διότι με τον κόπο του, με το ζευγάρισμα και το αλώνισμα, τους πρόσφερε το πολυτιμότερο, τη βάση της τροφής, το ψωμί.

Ένας άλλος επίσης λόγος ήταν ότι, ενώ τα άλλα ζώα, π.χ. η κατσίκα και το πρόβατο εγκυμονούν πέντε μήνες, ο χοίρος τέσσερις, ο σκύλος και η γάτα 65 μέρες, το άλογο και το γαϊδούρι 12 μήνες, η αγελάδα χρειάζεται 9 μήνες, όσο και η γυναίκα για να φέρουν στη ζωή, τη νέα ζωή για τη διαιώνισιν του είδους".

Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνει και γλαφυρό κείμενο για τα βούγια του φιλόλογου Εμμανουήλ Συμιανάκη που θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε παρακάτω.

Πριν από αυτό θα διαβάσουμε ένα ανέκδοτο και θα λύσουμε μια απορία...

Η απορία για τα βούγια...

Ακούμε συχνά να αποκαλούν ένα άνθρωπο βούι ή βούγια αν πρόκειται για πολλούς. Στην Κρήτη ακούμε συχνά να λένε κάποιον μούσκαρο ή μουσκάρα, μεταφορικά.

Τι εννοούν;

Χρησιμοποιούν τη λέξη για να περιγράψουν άνθρωπο που έχει βραδύτητα αντίδρασης στα διάφορα ερεθίσματα και που έχει παραιτηθεί από θεμιτά δικαιώματά του.

Ναι, αλλά γιατί "βούι" ή "μουσκάρι" και όχι κάτι άλλο, ήταν για πολλά χρόνια η απορία μας. Αυτή λύθηκε τελικά, σχετικά πρόσφατα, όταν πληροφορηθήκαμε ότι το βούι είναι το ζώο που δέχεται πιο εύκολα από τα άλλα το ζυγό...

Το παλιό ανέκδοτο για τα βούγια...

Πραγματικό ήταν το περιστατικό, αλλά έγινε ανέκδοτο τελικά, όπως συχνά γινόταν παλιά.

Γυρίζει, λέει, ο άντρας από το χωράφι και βογκάει από πόνο.

-Γυναίκα: Ήντα 'χεις μπρε και γούζεσαι;

-Άντρας: Η αϊλιά η παντέρμη ήπαιξε μου μιαν αμπωστιά κι εζάβωσε με πρέπει άσκημα!

-Γυναίκα: Χαχα! Πρώτη φορά γροικώ αϊλιά να κουτουλά το βούι!

Γλωσσάρι: γούζεσαι = διαμαρτύρεσαι - παραπονιέσαι

αμπωστιά = σπρωξιά

εζάβωσε= χτύπησε - τραυμάτισε

γροικώ= ακούω)

Και τώρα έχει έρθει η ώρα για να πάμε πίσω στο παρελθόν, διαβάζοντας την απολαυστική διήγηση του κ. Συμιανάκη με για τα Βούγια:

"Αν κάποιος ζητήσει σήμερα να δει μια λασιώτικη αγελάδα, θα τη δει μόνο σε φωτογραφίες. Κάποτε όμως ο λασιώτικος παράδεισος ήταν γεμάτος από βούγια και κτήματα (γαϊδάρους και μουλάρια).

Με βάση τον αριθμό των 2.000 οικογενειών της Επαρχίας εικάζω ότι οι λασιώτες συντηρούσαν πάνω από 2.000 αγελάδες και άλλα τόσα κτήματα. Χώρια τα μουσκαράκια και τα πουλάρια.

Οι πιο παχιοί νοικοκύρηδες, σαν το Βρακουλά και τον Αναούλιο, έτρεφαν ασερνικό ζευγάρι, επειδή τα ασερνικά ζώα ήταν πιο δυνατά και ανθεκτικά. Για να είναι όμως πιο μπραγά (ήρεμα) και υπάκουα τα εμουνούχιζαν (ευνούχιζαν). Τα αμουνούχιστα ήταν πολύ ζωηρά και επικίνδυνα, αλλά χρήσιμα για την αναπαραγωγή των θηλυκών βουγιώ. Κάποιοι διέθεταν για το σκοπό αυτόν τον λεγόμενο ντανά, δηλαδή αμουνούχιστο ασερνικό και έπαιρναν ως αμοιβή τα λαστικά (γαστρωτικά).

Αργότερα διοριζόταν ειδικός υπάλληλος -σπερματεγχυτής- ο οποίος με ειδικό σφουγγαράκι εναπέθετε στη μήτρα της αγελάδας το σπέρμα των ασερνικών και επιτυγχανόταν η γονιμοποίηση.

Οι χωριανοί μας τον έλεγαν γαστρωτή και έχομε κάμποσα ευτράπελα. Κάποια γριούλα οδήγησε τον γαστρωτή στο στάβλο, για να γονιμοποιήσει την αϊλά της.

Φεύγοντας βιαστικά γιατί ενόμισε ότι θα προβεί σε σεξ πράξη ο υπάλληλος, του έδειξε ένα καρφί στον τοίχο και του είπε: εκειέ παιδί μου να κρεμάσεις το πατελόνι σου να μη λερωθεί!

Ένας άλλος έκαμε λάθος ψηφίζοντας και αντί το ψηφοδέλτιο έβαλε το χαρτί του γαστρωτή που έγραφε την ημερομηνία σύλληψης της αϊλάς.

Οι πιο φτενοί νοικοκύρηδες συντηρούσαν μιαν αγελάδα και ποτέ ασερνικό, γιατί επιθυμούσαν να προσπορίσουν χρήματα από την πώληση του μοσχαριού.

Μετά από 3 μήνες θηλασμού του νεογέννητου μόσχου ερχόταν ο κασάπης και αγόραζε το μοσχαράκι, εκτός κι αν το κρατούσαν για αντικατάσταση της μάνας του. Σ' αυτήν την περίπτωση πουλούσαν την αγελάδα και περιποιούνταν ιδιαίτερα το μοσχάρι για να γίνει ματζέτα και να εκπαιδευτεί στη άρωση ή τον βωλόσυρο.

Οι Λασιώτες, θέλεις από σεβασμό στα βούγια, θέλεις γιατί έβγαζαν χρήμα από την πώληση τους δεν έτρωγαν βοδινό κρέας. Ποτέ δεν είδα βοδινό προς πώληση! Μόνο ως φοιτητής και όταν διορίστηκα στο Μοχό έτρωγα βοδινό. Στο Μοχό οι κασάπηδες Παπαδερός και Χρονάκης έσφαζαν και πουλούσαν τα λασιώτικα βοδια και μουσκαράκια.

Την ίδια δουλειά έκανε για τη Χερσόνησο ο Μηνάς και ο γιος του ο Γιάννης.

Όσοι είχαν μιαν αγελάδα βρίσκανε κάποιο του σαρικιού τους και συζεύτανε, μοιράζοντας τις μέρες για τη χρήση του ζευγαριού, συνήθως είχαν την ίδια περιουσία και τα ίδια "πιστεύω".

Μερικοί είχαν ζευγάρι με το οποίο έκαναν ζευγαρικά σε κείνους που δεν είχαν βούγια.

Η δουλειά ήταν από ήλιο σε ήλιο 100 έως 150 δραχμές συν φαγοπιοτούρα του ζευγά.

Το μεσημέρι σταματούσε την άρωση, για να πάρουν ανάσες τα ζώα βόσκοντας στην παραβολή του ιδιοκτήτη. Η απέναντι όχθη της βάγκας ανήκε στο γείτονα και οι δραγάτες κατάγγελναν τους παραβάτες.

Αν ο ζευγάς ήταν τυχερός και δεν έσπαγε κάτι από ζυγό και αλέτρι έβγαζε το μεροκάματο του. Αν όμως το υνί έβρισκε καμιά ρίζα δέντρου, πάθαινε ζημιά και δεν έφτανε το μεροκάματο για αποκατάσταση της. Συνήθως έσπαγε το ποδάρι του αλετριού, το σταβάρι, η ακοσταβαρά και ο ζυγός. Όταν έσπαζε ο ζυγός, το ένα βόδι τραβούσε με το μισό ζυγό προς τα πάνω και το άλλο προς τα κάτω!

Ένας ζευγάς, πιο βούι από τα βούγια του, καυχιόταν: Εγώ που θωρείτε κάνω 500 ζευγαρικά το χρόνο, αγνοώντας ότι ο χρόνος έχει 365 μέρες μόνο... Εκτός κι αν έκανε και τη νύκτα...

Τα βούγια ήταν πολύ χρήσιμα ζώα, αλλά και απαιτητικά στο φαί. Αλίμονο στο ζευγά που δεν είχε άχυρα να τα ξεχειμωνιάσει! Πολλοί έκαναν μεροκάματα και ελάμβαναν ως αμοιβή μόνο άχυρα.

Για την ενίσχυση της τροφής τους έβρεχαν σε ειδικό πήλινο σκεύος -βρασκί το λέγανε- ρόβι για να μαλακώσει και το φάνε τα ζούμπερα. Πριν από το όργωμά, σηκωνόταν νύκτα οι ιδιοκτήτες για να ζευγαροταίσουν.

Όσοι δεν τάιζαν επαρκώς το βόδια φαινόταν από μακριά, γιατί έμπαιναν μέσα τα λαγκόνια τους και προεξείχαν τα κόκαλα τους. Πολλά θα μπορούσα να γράψω γι αυτά τα ευλογημένα ζώα, στα οποία οφείλομε το ζην, μια άλλη βολά"!

www.voltarakia.gr

Φωτογραφία: Β. Παπαϊωάννου (Φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη) από όργωμα χωραφιού στο Λασίθι.

Σημείωση: Αν σας αρέσουν οι αναρτήσεις που "μυρίζουν" Κρήτη, ελάτε στην παρέα μας. Αν δεν έχετε ήδη κάνει, κάντε like στη σελίδα μας στο facebook ή ακολουθήστε μας στο instagram κι εμείς θα σας ακολουθήσουμε πίσω.