Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τα κάλαντα παλιά στην Κρήτη...

Κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς χιλιάδες παιδιά αδημονούν για να πουν τα κάλαντα. Παλιά στην Κρήτη, όμως, οι καλαντάρηδες δεν ήταν μόνο παιδιά, αλλά και ενήλικες, που γύριζαν ανά ομάδες στα σπίτια το βραδάκι, με πληρωμή... σε ελαιόλαδο!

Τα κάλαντα, όπως αναφέρει ο λαογράφος Γιώργος Χουστουλάκης δεν ήταν πάντα τα ίδια, ενώ συχνά οι καλαντάρηδες απήγγειλαν και αυτοσχέδια στιχάκια! Πάμε ένα βολταράκι στα κάλαντα του παρελθόντος με τον κ. Χουστουλάκη, που εξιστορεί:

"Στα παλιά έθιμα της Κρήτης, της κεντρικής τουλάχιστον πριν το 1940, δεν υπήρχε το έθιμο του στολίσματος του δένδρου, που μας ήρθε από την Ευρώπη κάπου μετά το ’70, αλλά ούτε και το καραβάκι ούτε τρίγωνα, δεν υπήρχαν τέτοια τουλάχιστον στη Μεσαρά. Υπήρχαν κάλαντα των Χριστουγέννων της Πρωτοχρονιάς, καθώς και των Φώτων. Υπήρχαν τα παλιά και τα νεώτερα κάλαντα. Τα κάλαντα όμως που έλεγαν, κυρίως τα παλιά, σε καμία περίπτωση δεν ήταν τα ίδια παντού! Διέφεραν από χωριό σε χωριό, ακόμα διέφεραν και στο ίδιο χωριό, και σε κάθε ομάδα του χωριού!

Κάλαντα με αυτοσχεδιασμούς!

Οι μεγάλοι, κυρίως επικεφαλείς των ομάδων, πιο πολύ αυτοσχεδιάζανε στα κάλαντα κατά περίπτωση, παρά που έλεγαν τα τυποποιημένα! Ανάλογα το σπιτικό, αν ήταν νιόπαντρο το ζευγάρι, αν είχε νεογέννητο, τους άρεσε να σκαρώνουν και ένα δυό στίχους ειδικά για τη περίσταση!

Οι μεν μεγάλοι πήγαιναν κρατώντας ένα ασκί με το χωνί για να τους βάζουν λάδι, είτε από το λαδικό, είτε με το κάρτο από το πιθάρι. Οι δε μικροί κρατούσαν ένα ντενεκάκι του τυριού (από τα συσσίτια) περίπου δύο έως τριών λίτρων, που το είχαν τρυπήσει στο πάνω μέρος με πρόκα και του είχαν περάσει ένα τέλι για χερούλι, αυτό ήταν για το λάδι, αλλά πάντα κρατούσαν και ένα μικρό καλαθάκι για τα αυγά. Όμως στα σπίτια τα φίλευαν και με κουραμπιέδες, ξεροτήγανα, φιστίκια καραμέλες σταφίδες κάστανα, ξηρούς καρπούς και διάφορα τέτοια. Μόνα ή κατά μικρές ομάδες δύο τριών ή τεσσάρων ατόμων, γυρνούσαν τις γειτονιές για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα. Τα χρήματα από τα κάλαντα κάποια παιδιά τα διέθεταν να πάρουν καραμέλες σοκολάτες ή ξηρούς καρπούς που είχαν ξεχάσει πως είναι η γεύση τους! Άλλα παιδιά έπαιρναν ρούχα, τετράδια ή άλλα σχολικά είδη, άλλα παιδιά τα έδιναν στον πατέρα για να στηρίξουν την οικογένειά τους.

Τα έψελναν το βράδυ!

Στα κάλαντα τα έλεγαν πάντα νύχτα, τρίγωνα δεν υπήρχαν τότε, μονάχα ίσως από τις παρέες των νέων που πήγαιναν στα κάλαντα, ίσως κάποιος να κρατούσε μια λύρα ή ένα μπουζουκάκι για συνοδεία. Γνωρίζουμε πως οι καλαντάρηδες κυρίως οι μεγάλοι, σαν πήγαιναν το βράδυ 7 με 8 η ώρα να πούνε τα κάλαντα στα σπίτια, βρίσκανε πάντα φυσικά τις πόρτες κλειστές, και έτσι φώναζαν απ’ έξω «Να πούμε τα κάλαντα»?

Μπορούσε όμως κάποια γυναίκα να αργήσει να τους ανοίξει για να φέρει το λάδι, ίσως μπορεί και να μην είχε χρήματα και λάδι. Τότε οι καλαντάρηδες αυτοσχεδίαζαν στα κάλαντα τους:
-Ακόμα δεν τον ηύρικες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
να μας ε βάλεις μια ρακή, κι ύστερα να σφαλίξεις!
Προφανώς γνώριζαν τα φτωχά σπίτια, και δεν είχαν απαίτηση να τους βάλουν λάδι, έτσι μπορούσαν να αρκεστούν και σε ένα απλό μόνο κέρασμα, και θα ήταν ευχαριστημένοι!

Αν πάλι το σπίτι δεν ήταν ούτε πλούσιο ούτε φτωχό, τότε εκεί μπορούσαν να πούνε τα εξής:
-Ο νοικοκύρης του σπιτιού απού ‘χει το λογάρι
να λογαριάσει ανάλογα το λάδι στο πιθάρι!

Επιπλέον... απαιτήσεις!

Στη περίπτωση που είχαν να κάνουν με σπουδαίο νοικοκυριό, πέραν από το λάδι είχαν κάποια απαίτηση παραπάνω, και έτσι μπορούσαν να πουν:
-Σήκω κυρά μου γρήγορα, κι άναψε το διπλέρι
και κάτσε και ντουχιούντισε, τι άλλο θα μας φέρεις.
Απάκι ή λουκάνικο, κι από πλευρό κομμάτι
κι από τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
ας είναι κι απ’ τη γαλανή να γίνουν ζευγαράκι!

Διπλέρι ήταν ο λύχνος με τα δύο φυτίλια. Καμιά φορά αντί «διπλέρι» λέγανε «φενέρι».

Πάντως και τα κάλαντα των Χριστουγέννων και αυτά της Πρωτοχρονιάς καταλήγανε με το ίδιο φινάλε, με τον εξής στίχο:
«Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσανε
καλά να παν τα έτη τους, και όλα τους τα ποδόσα.

«Ποδόσα» βέβαια εννοούσαν τις αποδόσεις στις διάφορες εργασίες τους.

Ο δάσκαλος με τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα και αγόραζαν κιμωλίες!

Στο σχολείο ο δάσκαλος είχε φτιάξει κι αυτός μια ομάδα παιδιών για τα κάλαντα. Ήταν έτοιμοι το βράδυ για να πούνε στα περισσότερα σπίτια του χωριού. Ξεκίναγε λοιπόν και η ομάδα του δασκάλου τη νύχτα σαν βούταγε ο ήλιος, κρατώντας και εκείνοι ένα ντενεκέ και ένα καλαθάκι. Ο κόσμος εκτός από αυγά και λάδι, τους έδινε ίσως και πενταροδεκάρες.

Στο τέλος τα παιδιά πούλαγαν στον μπακάλη το λάδι και τα αυγά και τους έδινε χρήματα. Τα χρήματα από τα κάλαντα στο τέλος όλα τα παιδιά τα παραδίδανε στο δάσκαλό τους, ο οποίος τα διέθετε κυρίως για αναλώσιμα του σχολείου, όπως κιμωλίες, μελάνια, γραφική ύλη, σφουγγαράκια για τον πίνακα, σκούπες κλπ. Αν βέβαια η χρονιά πήγαινε καλά, και έβγαιναν παραπάνω χρήματα, μπορούσε ο δάσκαλος να τα διαθέσει και για τις ανάγκες θέρμανσης! Παραγγείλει έτσι και ένα γομάρι ξύλα σε κάποιο χωριανό, για να ζεσταθούν τα παιδιά στη μαντεμένια ξυλόσομπα του σχολείου".

www.voltarakia.gr